είμαρται

είμαρται
εἵμαρται (Α)
είναι προορισμένο να συμβεί, είναι γραφτό τής μοίρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εἵμαρται — μείρομαι receive as one s portion perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… …   Dictionary of Greek

  • ειμαρμένο — το (Α εἱμαρμένος, η, ον) αυτό που είναι προκαθορισμένο να συμβεί, το μοιραίο, το γραφτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού παρακμ. είμαρται τού αρχ. ρ. μείρομαι*] …   Dictionary of Greek

  • καθείμαρται — (Α) απρόσ. είναι από τη μοίρα γραμμένο («πάλαι καθειμαρμένων τούτων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εἵμαρται, γ εν. ορ. παθ. παρακμ. τού ρ. μείρομαι «παίρνω αυτό που μού αναλογεί» (πρβλ. την ουσιαστικοποιημένη θηλ. μτχ. παθ. παρακμ.… …   Dictionary of Greek

  • συνείμαρται — Α απρόσ. 1. είναι επίσης καθορισμένο από τη μοίρα 2. (το ουδ. πληθ. μτχ. ως ουσ.) τὰ συνειμαρμένα αυτά που έχουν επίσης καθοριστεί από τη μοίρα («ἔστι τε εἱμαρμένα τρόπον τινὰ καὶ ταῡτα... ἐκείνοις συνειμαρμένα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * +… …   Dictionary of Greek

  • (s)mer- —     (s)mer     English meaning: to remember; to care for     Deutsche Übersetzung: “gedenken, sich erinnern, sorgen”     Material: 1. O.Ind. smárati “ reminds sich, gedenkt”, smaraṇa n., smr̥ti “Gedenken, Gedächtnis”, Av. maraiti, hišmaraiti… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”